- βλακόμουτρο
- τοαυτός που έχει πρόσωπο ή όψη βλάκα, ο βλάκας: Χτένισε τα μαλλιά σου αλλιώς, γιατί έτσι μοιάζεις σωστό βλακόμουτρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βλακόμουτρο — το 1. πρόσωπο με βλακώδη έκφραση 2. βλάκας … Dictionary of Greek